ξενοχάραγος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ξενοχάραγος,η,ο
- (ίσως παρωχημένο ή σήμερα ιδιωματικό) παράξενη, μοναδική μορφή, suis generis, ξεχωριστή κορμοστασία (ερμηνείες του Αδαμ. Κοραή)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξενοχάραγος