Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξενοιασιά οι ξενοιασιές
      γενική της ξενοιασιάς των ξενοιασιών
    αιτιατική την ξενοιασιά τις ξενοιασιές
     κλητική ξενοιασιά ξενοιασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενοιασιά < ξενοιάζω ξενοιασ- + -ιά[1]. Δείτε και το μεσαιωνικό ξέγνοιαστος και ἀξέγνοιαστος < ξε- και ἐγνοιάζομαι < ἔννοια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξενοιασιά θηλυκό (& ξεγνοιασιά)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία