ξένοιαστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξένοιαστα < ξένοιαστος
Επίρρημα επεξεργασία
ξένοιαστα
- ξέγνοιαστα, με τόρπο ανέμελο, χωρίς σκοτούρες και ευθύνες
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξένοιαστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ξένοιαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξένοιαστο