Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεμέθυστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεμέθυστ
ος
η
ξεμέθυστ
η
το
ξεμέθυστ
ο
γενική
του
ξεμέθυστ
ου
της
ξεμέθυστ
ης
του
ξεμέθυστ
ου
αιτιατική
τον
ξεμέθυστ
ο
την
ξεμέθυστ
η
το
ξεμέθυστ
ο
κλητική
ξεμέθυστ
ε
ξεμέθυστ
η
ξεμέθυστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεμέθυστ
οι
οι
ξεμέθυστ
ες
τα
ξεμέθυστ
α
γενική
των
ξεμέθυστ
ων
των
ξεμέθυστ
ων
των
ξεμέθυστ
ων
αιτιατική
τους
ξεμέθυστ
ους
τις
ξεμέθυστ
ες
τα
ξεμέθυστ
α
κλητική
ξεμέθυστ
οι
ξεμέθυστ
ες
ξεμέθυστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεμέθυστος
< στερητικό
ξε-
+
μεθώ
(αοριστικό θέμα
μεθυσ-
+ κατάληξη ρηματικού επιθέτου
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ξεμέθυστος, -η, -ο
που δεν είναι πλέον
μεθυσμένος
, ο
νηφάλιος
Συνώνυμα
επεξεργασία
ξενερωμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
μέθη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεμέθυστος
αγγλικά
:
sober
(en)
γαλλικά
:
dessoûlé
(fr)