Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεκούραστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεκούραστ
ος
η
ξεκούραστ
η
το
ξεκούραστ
ο
γενική
του
ξεκούραστ
ου
της
ξεκούραστ
ης
του
ξεκούραστ
ου
αιτιατική
τον
ξεκούραστ
ο
την
ξεκούραστ
η
το
ξεκούραστ
ο
κλητική
ξεκούραστ
ε
ξεκούραστ
η
ξεκούραστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεκούραστ
οι
οι
ξεκούραστ
ες
τα
ξεκούραστ
α
γενική
των
ξεκούραστ
ων
των
ξεκούραστ
ων
των
ξεκούραστ
ων
αιτιατική
τους
ξεκούραστ
ους
τις
ξεκούραστ
ες
τα
ξεκούραστ
α
κλητική
ξεκούραστ
οι
ξεκούραστ
ες
ξεκούραστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεκούραστος
<
ξεκουράζω
+ κατάληξη ρηματικών επιθέτων
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ξεκούραστος, -η, -ο
που έχει
ξεκουραστεί
, που δε νιώθει
κούραση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεκούραστος
αγγλικά
:
rested
(en)
γαλλικά
:
reposé
(fr)
ισπανικά
:
descansado
(es)
πολωνικά
:
wypoczęty
(pl)