Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκοιλιάζω < μεσαιωνική ελληνική ξεκοιλιάζω < ξε- + κοιλιά < αρχαία ελληνική κοιλία

  Ρήμα επεξεργασία

ξεκοιλιάζω, πρτ.: ξεκοίλιαζα, στ.μέλλ.: θα ξεκοιλιάσω, αόρ.: ξεκοίλιασα, παθ.φωνή: ξεκοιλιάζομαι, μτχ.π.π.: ξεκοιλιασμένος

  1. χτυπώ με μαχαίρι ή άλλο όργανο κάποιον στην κοιλιά και του προκαλώ τραύμα τόσο πολύ μεγάλο, ώστε να φανούν τα εντόσθιά του
  2. (μεταφορικά) σχίζω πολύ άσχημα το εξωτερικό κάλυμμα ενός αντικειμένου

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία