άσχημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.sçi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σχη‐μα
- παρώνυμο: άσκημα
Επίρρημα επεξεργασία
άσχημα και άσκημα (τροπικό επίρρημα)
- με άσχημο τρόπο, κακά, ανάρμοστα
- ↪ Μου συμπεριφέρεται άσχημα.
- δυσάρεστα, στενάχωρα
- ↪ Μιώθω άσχημα που του μίλησα έτσι.
- σε κακή κατάσταση, ψυχολογικά ή σωματικά
- ↪ Είναι άσχημα ακόμα, δεν έχει συνέλθει απ' την αρρώστια.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ασχημούτσικα (επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη άσχημος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
άσχημα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (άσχημο) του άσχημος
- άλλες μορφές: άσκημα
Πηγές επεξεργασία
- άσχημος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άσχημος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- άσχημα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας