Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεδιαλέγω < ξε- + διαλέγω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεδιαλέγω, πρτ.: ξεδιάλεγα, στ.μέλλ.: θα ξεδιαλέξω, αόρ.: ξεδιάλεξα, μτχ.π.π.: ξεδιαλεγμένος

  • επιλέγω, διαλέγω από ένα σύνολο ομοειδών στοιχείων κάποια που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, συνήθως τα καλύτερα σε ποιότητα ή τα χειρότερα
    ※  Εντάξει , αλλά με ποιους ; Είναι εύκολο να ξεδιαλέξεις δέκα, δώδεκα παίκτες μέσα σ' αυτό το συνονθύλευμα της σπαρίλας και της χαβαλεδοσύνης; Τελικά βρέθηκαν μερικοί, ανάμεσά τους κι εγώ, που ξέραμε μέσες άκρες πώς να σταθούμε... (Αλμπέρτος Ναρ, Σε αναζήτηση ύφους, Εκδόσεις Νεφέλη, 1997, σελ. 31)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία