ξεσκαρτάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ξεσκαρτάρω, πρτ.: ξεσκάρταρα, στ.μέλλ.: θα ξεσκαρτάρω, αόρ.: ξεσκαρτάρισα, μτχ.π.π.: ξεσκαρταρισμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεσκαρτάρω
|
ξεσκαρτάρω, πρτ.: ξεσκάρταρα, στ.μέλλ.: θα ξεσκαρτάρω, αόρ.: ξεσκαρτάρισα, μτχ.π.π.: ξεσκαρταρισμένος
|