Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεβιδώνω < ξε- + βιδώνω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.viˈðo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐βι‐δώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεβιδώνω

  1. αφαιρώ μια βίδα
  2. χαλαρώνω το σφίξιμο μιας βίδας
  3. (μεταφορικά, οικείο) κουράζω υπερβολικά κάποιον

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία