ξαναμωραμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαναμωραμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναμωραίνομαι
Μετοχή επεξεργασία
ξαναμωραμένος, -η, -ο ( & ξεμωραμένος)
- (μειωτικό) ο ηλικιωμένος που παρουσιάζει συμπτώματα άνοιας
- (μειωτικό) ο ηλικιωμένος ή μεσήλικας που ενεργεί με τρόπο τον οποίο οι άλλοι θεωρούν ανάρμοστο για την ηλικία του
- Α, τον ξεμωραμένο! Στο τέλος θα γράψει και το σπίτι του στην πιτσιρίκα που του τα μασάει