ξένοιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξένοιασμα | τα | ξενοιάσματα |
γενική | του | ξενοιάσματος | των | ξενοιασμάτων |
αιτιατική | το | ξένοιασμα | τα | ξενοιάσματα |
κλητική | ξένοιασμα | ξενοιάσματα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkse.ɲa.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξέ‐νοια‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξένοιασμα ουδέτερο (& ξέγνοιασμα)
- το αποτέλεσμα του ξενοιάζω: η ανακούφιση μετά την ολοκλήρωση των υποχρεώσεων κάποιου ή όταν παίρνουν με κάποιο τρόπο τέλος οι ευθύνες του
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τους όρους ξενοιάζω, ξε- και γνοιάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ξένοιασμα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- ξένοιασμα σελ.4966 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)