ντιμπέιτ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντιμπέιτ < αγγλική debate < παλαιά γαλλική dibatre < λατινική dis- + battuere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος battuo (χτυπώ, μάχομαι) < γαλατική < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰedʰh₂- (σκάβω) ή *bʰew-- (χτυπώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντιμπέιτ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) (πολιτική) η τηλεμαχία
- Απόψε θα γίνει το ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντιμπέιτ
|