ντιβιζιονισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντιβιζιονισμός αρσενικό
- (ζωγραφική) καλλιτεχνικό ρεύμα που ξεκίνησε γύρω στα 1885 στη Γαλλία και κατά το οποίο ο καλλιτέχνης, με παράθεση ή επίθεση του ενός χρώματος στο άλλο κι όχι με ανάμειξη των χρωμάτων, χρησιμοποιεί μικρές χρωματικές περιοχές / κουκκίδες για τη δημιουργία μιας εικόνας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Divisionism στην αγγλική Βικιπαίδεια
- πουαντιγισμός / πουαντιλισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντιβιζιονισμός