Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντιβιζιονισμός οι ντιβιζιονισμοί
      γενική του ντιβιζιονισμού των ντιβιζιονισμών
    αιτιατική τον ντιβιζιονισμό τους ντιβιζιονισμούς
     κλητική ντιβιζιονισμέ ντιβιζιονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντιβιζιονισμός < γαλλική divisionnisme < division + -isme < λατινική divisio < divido

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντιβιζιονισμός αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία