πουαντιλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πουαντιλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pointillisme < pointiller < point < λατινική punctum < punctus < pungo
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pu.a.di.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐α‐ντι‐λι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πουαντιλισμός αρσενικό
- (ζωγραφική) καλλιτεχνικό ρεύμα και ζωγραφική τεχνική του ιμπρεσιονισμού που χρησιμοποιεί μικρές διακριτές χρωματιστές κουκκίδες ή στίγματα, προκειμένου να δημιουργηθούν εικόνες
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πουαντιλισμός
Πηγές επεξεργασία
- πουαντιλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πουαντιλισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πουαντιλισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)