ντεμπραγιάζ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντεμπραγιάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική débrayage[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντεμπραγιάζ ουδέτερο άκλιτο ή αμπραγιάζ
- ο συμπλέκτης του αυτοκινήτου
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ ντεμπραγιάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας