débrayage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
débrayage | débrayages |
Ουσιαστικό επεξεργασία
débrayage (fr) αρσενικό
- η αποσύμπλεξη
- το ντεμπραγιάζ
- (οικείο) η στάση εργασίας
- → δείτε τη λέξη grève
ενικός | πληθυντικός |
débrayage | débrayages |
débrayage (fr) αρσενικό