ντάμπινγκ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- ντάμπινγκ < (λόγιο δάνειο) αγγλική dumping
Προφορά 1 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντάμπινγκ και ντάμπιγκ ουδέτερο
- (οικονομία) η εξαγωγή και πώληση προϊόντων σε τιμή χαμηλότερη (ή ακόμη και κάτω του κόστους) από ό,τι στην εγχώρια αγορά ή σε διεθνές επίπεδα με σκοπό την εκμηδένιση των ανταγωνιστών
- ※ Η Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζει συγκεκριμένους Κανονισμούς σχετικά με τα Μέτρα Προστασίας του Εμπορίου τα οποία αφορούν την "άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων" καθώς και "μέτρα διασφάλισης".
- mcit.gov.cy Κυπριακή Δημοκρατία, Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, 2013]
- ※ Η Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζει συγκεκριμένους Κανονισμούς σχετικά με τα Μέτρα Προστασίας του Εμπορίου τα οποία αφορούν την "άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων" καθώς και "μέτρα διασφάλισης".
- (ιατρική) τα συμπτώματα (ναυτία, διάρροια, αίσθημα αδυναμίας) που παρουσιάζουν, λίγο μετά το φαγητό, άτομα που έχουν υποβληθεί σε γαστρεκτομή· οφείλονται συνήθως στην απότομη κένωση του στομάχου
- η αντιγραφή κασέτας ή δίσκου με ήχο ή εικόνες
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- ντάμπινγκ < (λόγιο δάνειο) αγγλική dubbing
Προφορά 2 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντάμπινγκ άκλιτο
- (κινηματογράφος, τηλεόραση) η αντικατάσταση του ήχου, κυρίως των διαλόγων ώστε να γίνει μεταγλώττιση
Σημειώσεις επεξεργασία
- Συνήθως οι λέξεις γράφονται απευθείας στα αγγλικά.