Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταγλώττιση οι μεταγλωττίσεις
      γενική της μεταγλώττισης* των μεταγλωττίσεων
    αιτιατική τη μεταγλώττιση τις μεταγλωττίσεις
     κλητική μεταγλώττιση μεταγλωττίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταγλωττίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταγλώττιση < (μεταγλωττίζω) μεταγλωττισ- + καθαρεύουσα -σις > -ση [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.taˈɣlo.ti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐γλώτ‐τι‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταγλώττιση θηλυκό, η μεταφορά κειμένου από μια γλώσσα σε άλλη, άλλως μετάφραση

  1. (κινηματογράφος, τηλεόραση) η αντικατάσταση των πρωτότυπων διαλόγων μιας κινηματογραφικής ταινίας ή τηλεοπτικής εκπομπής με διαλόγους σε άλλη γλώσσα
    στην Ελλάδα γενικά προτιμάται η χρήση υποτίτλων στις ξένες ταινίες αντί της μεταγλώττισης
     συνώνυμα: ντάμπινγκ
  2. (πληροφορική-μεταγλώττιση) η διαδικασία μετατροπής κώδικα (πηγαίος κώδικας) από μία γλώσσα προγραμματισμού σε κώδικα κάποιας άλλης (αντικειμενικός κώδικας) ή συνηθέστερα σε εκτελέσιμο αρχείο
    → δείτε  Μεταγλωττιστής στη Βικιπαίδεια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία