νούφαρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νούφαρο | τα | νούφαρα |
γενική | του | νούφαρου | των | νούφαρων |
αιτιατική | το | νούφαρο | τα | νούφαρα |
κλητική | νούφαρο | νούφαρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νούφαρο ουδέτερο
- (βοτανική, λουλούδι) υδρόβιο ποώδες φυτό (λατινικό όνομα Nymphaea alba) με μεγάλα ωοειδή ή καρδιοειδή φύλλα που επιπλέουν στα νερά, και ακτινωτά άσπρα ή κίτρινα άνθη με πολλά πέταλα
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- νούφαρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νούφαρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας