Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νούφαρο τα νούφαρα
      γενική του νούφαρου των νούφαρων
    αιτιατική το νούφαρο τα νούφαρα
     κλητική νούφαρο νούφαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
άνθος ενός νούφαρου

  Ετυμολογία επεξεργασία

νούφαρο < μεσαιωνική ελληνική νούφαρο < νενούφαρο < αραβική نينوفر (nenūfar) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈnu.fa.ɾo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νούφαρο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία