Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομισματική κρίση < (μεταφραστικό δάνειο) crise monétaire
→ δείτε τη λέξη  νομισματικός και κρίση

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

νομισματική κρίση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία