νομισματική κρίση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νομισματική κρίση < (μεταφραστικό δάνειο) crise monétaire
- → δείτε τη λέξη νομισματικός και κρίση
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
νομισματική κρίση θηλυκό
- η διατάραξη της ισορροπίας ανάμεσα στην ανάγκη κυκλοφορίας νομισμάτων και τις δυνατότητες έκδοσής τους, με συνέπεια τη διατάραξη της εξωτερικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
νομισματική κρίση