Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  crise και monétaire

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
crise monétaire crises monétaires

crise monétaire (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία