Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεότευκτος η νεότευκτη το νεότευκτο
      γενική του νεότευκτου της νεότευκτης του νεότευκτου
    αιτιατική τον νεότευκτο τη νεότευκτη το νεότευκτο
     κλητική νεότευκτε νεότευκτη νεότευκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεότευκτοι οι νεότευκτες τα νεότευκτα
      γενική των νεότευκτων των νεότευκτων των νεότευκτων
    αιτιατική τους νεότευκτους τις νεότευκτες τα νεότευκτα
     κλητική νεότευκτοι νεότευκτες νεότευκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεότευκτος < νεο- + τεύχω (κατασκευάζω) + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

νεότευκτος, -η, -ο

  • που οικοδομήθηκε, κατασκευάστηκε, ιδρύθηκε κλπ πρόσφατα

  Μεταφράσεις επεξεργασία