νεόπτωχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /neˈo.pto.xs/
Επίθετο επεξεργασία
νεόπτωχος -η -ο
- που πρόσφατα, ξαφνικά και παρ' ελπίδα έγινε φτωχός
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεόπτωχος
|