νεραντζιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νεραντζιά | οι | νεραντζιές |
γενική | της | νεραντζιάς | των | νεραντζιών |
αιτιατική | τη | νεραντζιά | τις | νεραντζιές |
κλητική | νεραντζιά | νεραντζιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεραντζιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νεραντζ(έα) + με συνίζηση -ιά [1] < → και δείτε τη λέξη νεράντζι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.ɾanˈd͡zʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ραν‐τζιά
- τονικό παρώνυμο: νεράντζια
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεραντζιά θηλυκό
- (δέντρο) μικρό αειθαλές δέντρο (είδος Citrus aurantium) με ωοειδή φύλλα και μικρά άσπρα άνθη· έχει ως καρπό το νεράντζι που μοιάζει πολύ με το πορτοκάλι
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- νεραντζιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεραντζιά
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νεραντζιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας