Δείτε επίσης: πορτοκαλί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορτοκάλι τα πορτοκάλια
      γενική του πορτοκαλιού των πορτοκαλιών
    αιτιατική το πορτοκάλι τα πορτοκάλια
     κλητική πορτοκάλι πορτοκάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πορτοκάλια.

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορτοκάλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική portogallo < Portogallo[1] < πορτογαλική Portugal (Πορτογαλία)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /poɾ.toˈka.li/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορτοκάλι ουδέτερο

  1. (φρούτο) ο καρπός της πορτοκαλιάς
  2. ο χυμός του φρούτου αυτού

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Από την Πορτογαλία, η οποία ήταν η κύρια πηγή εισαγωγών γλυκών πορτοκαλιών