νεοεβραϊκός
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοεβραϊκός < νέο/νέος + (ελληνιστική κοινή) ἑβραϊκός
Επίθετο επεξεργασία
νεοεβραϊκός
- για νέο κείμενο που γράφτηκε μετά τα βασικά θρησκευτικά εβραϊκά κείμενα και την Τορά
- σύγχρονος εβραϊκός
- δηκτικά για όλες της Αβρααμικές θρησκείες πλην του Ιουδαϊσμού
- "νεοεβραϊκή αίρεση": μειωτικός χαρακτηρισμός του Χριστιανισμού κυρίως από νεοπαγανιστές, αθέους και σπανιότερα από αλλόθρησκους.
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοεβραϊκός