Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοεβραίος οι νεοεβραίοι
      γενική του νεοεβραίου των νεοεβραίων
    αιτιατική τον νεοεβραίο τους νεοεβραίους
     κλητική νεοεβραίε νεοεβραίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοεβραίος < νεο- + Εβραίος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική New Jew)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεοεβραίος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία