νεοεβραίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
νεοεβραίος < νεο- + Εβραίος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική New Jew)
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεοεβραίος αρσενικό
- (σπάνιο) άνθρωπος που ανήκει σε μια νέα γενιά Εβραίων που εκφράζουν την εβραϊκότητά τους με διάφορους τρόπους και δεν ενδιαφέρονται απαραιτήτως για τη οργανωμένη εβραϊκή κοινότητα