ναυτασφάλιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ναυτασφάλιση | οι | ναυτασφαλίσεις |
γενική | της | ναυτασφάλισης* | των | ναυτασφαλίσεων |
αιτιατική | τη | ναυτασφάλιση | τις | ναυτασφαλίσεις |
κλητική | ναυτασφάλιση | ναυτασφαλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ναυτασφαλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναυτασφάλιση θηλυκό
- (ναυτικός όρος, νομικός όρος) η ασφάλιση ενός πλοίου και του φορτίου του
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναυτασφάλιση