θαλασσασφάλεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θαλασσασφάλεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θαλασσασφάλεια θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
θαλασσασφάλεια
→ δείτε τη λέξη ναυτασφάλεια |
θαλασσασφάλεια θηλυκό
→ δείτε τη λέξη ναυτασφάλεια |