νανοκέφαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νανοκέφαλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nanocephalus < αρχαία ελληνική νᾶνος + κεφαλή[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /na.noˈke.fa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρο‐κέ‐φα‐λος
Επίθετο επεξεργασία
νανοκέφαλος, -η, -ο
- (ιατρική) που το κεφάλι του είναι υπερβολικά μικρό
Μεταφράσεις επεξεργασία
νανοκέφαλος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)