Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νανοεπιστήμη οι νανοεπιστήμες
      γενική της νανοεπιστήμης των νανοεπιστημών
    αιτιατική τη νανοεπιστήμη τις νανοεπιστήμες
     κλητική νανοεπιστήμη νανοεπιστήμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νανοεπιστήμη < νανο- + επιστήμη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nanoscience)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νανοεπιστήμη θηλυκό

Υπώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. νανοεπιστήμεςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)