Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το νέκταρ
      γενική του νέκταρος
    αιτιατική το νέκταρ
     κλητική νέκταρ
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νέκταρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νέκταρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νέκταρ ουδέτερο

  1. (ελληνική μυθολογία) το ποτό των θεών (σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία)
  2. (κατ’ επέκταση) δροσιστικό ποτό από χυμό φρούτων ή λαχανικών, με προσθήκη νερού και ζάχαρης ή γλυκαντικών
  3. (μεταφορικά) εύγευστο ποτό, κρασί κ.λπ.
  4. (βοτανική) ο χυμός των λουλουδιών που οι μέλισσες μετατρέπουν σε μέλι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ νέκταρ
      γενική τοῦ νέκταρος
      δοτική τῷ νέκταρ
    αιτιατική τὸ νέκταρ
     κλητική ! νέκταρ
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄορ' όπως «ἔαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νέκταρ < πιθανόν νέκυς (θάνατος). Για το δεύτερο συνθετικό υπάρχει αβεβαιότητα. Κατ' άλλη άποψη, ασιατικό δάνειο.[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νέκταρ ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία