Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νέγρα οι νέγρες
      γενική της νέγρας
    αιτιατική τη νέγρα τις νέγρες
     κλητική νέγρα νέγρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νέγρα < θηλυκό του νέγρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νέγρα θηλυκό

  • κάποια που κατάγεται (η ίδια ή οι πρόγονοί της) από την Υποσαχάρια Αφρική, έχει μαύρο χρώμα επιδερμίδας και τα άλλα χαρακτηριστικά της μαύρης φυλής

  Μεταφράσεις επεξεργασία