Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαύρη θηλυκό

  1. αυτή που ανήκει στη μαύρη φυλή
  2. η μαύρη αγορά

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μαύρη