Δείτε επίσης: μυξωμάτωση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μύξωμα τα μυξώματα
      γενική του μυξώματος των μυξωμάτων
    αιτιατική το μύξωμα τα μυξώματα
     κλητική μύξωμα μυξώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μύξωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική myxome[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική myxoma[1] < αρχαία ελληνική μύξα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μύξωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • myxoma στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 μύξωμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)