μωρουδίστικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mo.ɾuˈði.sti.kos/
Επίθετο επεξεργασία
μωρουδίστικος αρσενικό, μωρουδίστικη θηλυκό, μωρουδίστικο ουδέτερο
Παράγωγα επεξεργασία
- μωρουδίστικα (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
- μωρουδιακά
- μωρουδιακός
- → και δείτε τη λέξη μωρό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μωρουδίστικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας