μπεμπέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπεμπέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική bébé
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /beˈbe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπε‐μπε
Επίθετο επεξεργασία
μπεμπέ άκλιτο
- μωρουδίστικος, -η, -ο
- μωρουδιακός
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπεμπέ
|
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπεμπέ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπεμπέ
|
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
διαφορετικού ετύμου
και
- μπε (ηχομιμητικό)