Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορτμπεμπέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική porte-bébé[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /poɾt.beˈbe/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορτμπεμπέ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία