μυσωτός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μυσωτός | οἱ | μυσωτοί |
γενική | τοῦ | μυσωτοῦ | τῶν | μυσωτῶν |
δοτική | τῷ | μυσωτῷ | τοῖς | μυσωτοῖς |
αιτιατική | τὸν | μυσωτόν | τοὺς | μυσωτούς |
κλητική ὦ! | μυσωτέ | μυσωτοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυσωτώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μυσωτοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυσωτός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυσωτός
- → δείτε τη λέξη μυττωτός