μυελογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυελογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική myelography < αρχαία ελληνική μυελός + γράφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυελογραφία θηλυκό
- (ιατρική) τύπος ακτινογραφικής εξέτασης που χρησιμοποιεί σκιαγραφικό μέσο για την ανίχνευση της παθολογίας του νωτιαίου μυελού καθώς και του πιθανού σημείου τραυματισμού του ή ύπαρξης κύστεων, όγκων κ.λπ.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Myelography στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυελογραφία