παθολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παθολογία < (λόγιο δάνειο) γαλλική pathologie[1] < πάθος + -λογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παθολογία θηλυκό
- κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη της φύσης των ασθενειών, καθώς και τις αιτίες, εξέλιξη και επιπτώσεις τους
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ παθολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας