Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυγιάζομαι < μύγα + -ιάζομαι

  Ρήμα επεξεργασία

μυγιάζομαι (αποθετικό)

  1. (κυριολεκτικά, οικείο) ενοχλούμαι από μύγες (συνήθως για ζώα)
  2. (μεταφορικά, οικείο) θίγομαι με την παραμικρή αφορμή

Παροιμίες επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία