Δείτε επίσης: ἐνοχλοῦμαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.noˈxlu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νο‐χλού‐μαι
ομόηχο: ενοχλούμε

  Ρήμα επεξεργασία

ενοχλούμαι, π.αόρ.: ενοχλήθηκα, μτχ.π.π.: ενοχλημένος, (ενεργ.: ενοχλώ)