μπόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπόγος | οι | μπόγοι |
γενική | του | μπόγου | των | μπόγων |
αιτιατική | τον | μπόγο | τους | μπόγους |
κλητική | μπόγε | μπόγοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπόγος < (άμεσο δάνειο) τουρκική bog
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπόγος αρσενικό
- δέμα με διάφορα πράγματα (ρούχα, υφάσματα κ.λπ.)
- (μεταφορικά, μειωτικό) χαρακτηρισμός ασουλούπωτου και χοντρού ανθρώπου