Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουλντόζα οι μπουλντόζες
      γενική της μπουλντόζας
    αιτιατική την μπουλντόζα τις μπουλντόζες
     κλητική μπουλντόζα μπουλντόζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουλντόζα < (άμεσο δάνειο) αγγλική bulldoz(er) +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουλντόζα θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία