μπετονιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπετονιέρα | οι | μπετονιέρες |
γενική | της | μπετονιέρας | — | |
αιτιατική | την | μπετονιέρα | τις | μπετονιέρες |
κλητική | μπετονιέρα | μπετονιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπετονιέρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική bétonnière + κατάληξη θηλυκού -α < béton + n + -ière (-ιέρα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπετονιέρα θηλυκό
- μηχάνημα με περιστρεφόμενο κάδο στον οποίο αναμειγνύονται τα υλικά που χρειάζονται για την παρασκευή του μπετόν
- (κατ’ επέκταση) όχημα με περιστρεφόμενο κάδο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά έτοιμου σκυροδέματος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μπετόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπετονιέρα