Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μποέμικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μποέμικ
ος
η
μποέμικ
η
το
μποέμικ
ο
γενική
του
μποέμικ
ου
της
μποέμικ
ης
του
μποέμικ
ου
αιτιατική
τον
μποέμικ
ο
την
μποέμικ
η
το
μποέμικ
ο
κλητική
μποέμικ
ε
μποέμικ
η
μποέμικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μποέμικ
οι
οι
μποέμικ
ες
τα
μποέμικ
α
γενική
των
μποέμικ
ων
των
μποέμικ
ων
των
μποέμικ
ων
αιτιατική
τους
μποέμικ
ους
τις
μποέμικ
ες
τα
μποέμικ
α
κλητική
μποέμικ
οι
μποέμικ
ες
μποέμικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μποέμικος
<
μποέμ
+
-ικος
Επίθετο
επεξεργασία
μποέμικος, -η, -ο
σχετικός με τους
μποέμ
και τον τρόπο
ζωής
τους
Συγγενικά
επεξεργασία
μποέμ
μποέμικα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μποέμικος
αγγλικά
:
bohemian
(en)