Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπινελίκι τα μπινελίκια
      γενική του μπινελικιού των μπινελικιών
    αιτιατική το μπινελίκι τα μπινελίκια
     κλητική μπινελίκι μπινελίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπινελίκι < μπινέ(ς) + -λίκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπινελίκι ουδέτερο

  1. το φέρσιμο, οι τρόποι και οι πράξεις τού μπινέ, ο ουρανισμός
  2. (συνήθως στον πληθυντικό) μπινελίκια: βρισιές, επιπλήξεις, κατηγορίες
  3. (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) μπινελίκια: ποικιλία εδεσμάτων, μεζέδων ή λιχουδιών

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία