Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μπινελίκια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπινελίκια ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) βρισιές, επιπλήξεις, κατηγορίες
  2. (μεταφορικά) ποικιλία εδεσμάτων, μεζέδων ή λιχουδιών